εξερευνητικός

εξερευνητικός
-ή, -ό (AM ἐξερευνητικός, -ή, -όν) [εξερευνητής]
ο ικανός ή κατάλληλος για εξερεύνηση («ἐξερευνητικός πλοῡς»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εξερευνητικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στην εξερεύνηση ή τον εξερευνητή, που γίνεται για εξερεύνηση, ο ικανός ή κατάλληλος για εξερευνήσεις: Εξερευνητική αποστολή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξερευνητικούς — ἐξερευνητικός good as a spy masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αφροδίτη — I Η θεά του έρωτα στην αρχαία ελληνική μυθολογία. Συμβόλιζε το ένστικτο και τη ζωική δύναμη της αναπαραγωγής και της γονιμότητας. Ο Ησίοδος, στη Θεογονία, την παρουσιάζει να γεννιέται από τους αφρούς των κυμάτων, ύστερα από τη γονιμοποίηση του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”